- γαλακτοκόμος
- οειδικός τεχνίτης ή επιστήμονας που ασχολείται με τη γαλακτοκομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -κομος < αρχ. κομώ «φροντίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλακτοκόμος — ο ο επιστήμονας ή ο τεχνίτης που ασχολείται με την παραγωγή ή την επεξεργασία του γάλατος και των προϊόντων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γαλακτοκομία — Βλ. λ. γάλα. * * * η η τέχνη τής αύξησης τής ποσότητας τού παραγόμενου γάλακτος καθώς και διατήρησης και επεξεργασίας του για παραγωγή τών προϊόντων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλακτοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γαλακτοκομείο — το εργαστήριο όπου συγκεντρώνεται το γάλα για επεξεργασία και παραγωγή τών διαφόρων προϊόντων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλακτοκόμος. Η λ. γαλακτοκομείον μαρτυρείται στον Αναστάσιο Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek